-
1 φτάσιμο
το прибытие, приезд -
2 φτάσιμο
yetme, yetişme -
3 yetişme
φτάσιμο, άφιξη -
4 наступление
I наступление I с (приход) η έναρξη, το φτάσιμο, ο ερχομός· с \наступлением темноты με το σουρούπωμα, κατά το σούρουπο II наступление II с воен., спорт, η επίθεση' перейти в \наступление αρχίζω επίθεση* * *I с( приход) η έναρξη, το φτάσιμο, ο ερχομόςII с воен. спортс наступле́нием темноты́ — με το σουρούπωμα, κατά το σούρουπο
η επίθεσηперейти́ в наступле́ние — αρχίζω επίθεση
-
5 поступление
1. (материалов, изделий, книг и тп.) η παραλαβ/ή 2. (зачисление, включение в состав чего-л.) η εγγραφή 3. (прибытие, приход, переход, попадание) το φτάσιμο, η άφιξη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > поступление
-
6 прибытие
η άφιξ/η, το φτάσιμο, ο ερχομόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > прибытие
-
7 приход
1. (действие) η άφιξη, η έλευση, το φτάσιμο 2. (бухг.) (доход) η πρόσοδος, το έσοδο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > приход
-
8 достижение
-я ουδ.1. άφιξη. || φτάσιμο•по -ии совершенолтия στην ενηλικιότητα.
2. επίτευξη, επίτευγμα, επιτυχία•достижение цели επίτευξη του σκοπού•
-я науки и техники επιτεύξεις της επιστήμης και της τεχνικής.
-
9 доступ
-а α.1. πλησίαση, -μα, ζύγωμα, σίμωμα, φτάσιμο, προσέλευση.2. είσοδος, δυνατότητα εισόδου ή επίσκεψης•его талант дат ему доступ повсюду χάριν του ταλέντου του όλες οι πόρτες γι αυτόν είναι ανοιχτές.
3. διείσδυση, εισχώρηση, μπάσιμο.εκφρ.найти -к чьему сердцу – αποκτώ τη συμπάθεια κάποιου. -
10 подступ
-а α.1. πλησίαση, προσέγγιση, σίμωμα, ζύγωμα• προσχώρηση. || είσδυση, εισχώρηση• φτάσιμο• εμφάνιση.2. πρόσβαση•скрытые -ы к крепости κρυφές προσβάσεις προς το φρούριο•
-ы к городу προσβάσεις προς την πόλη.
εκφρ.- а нет к кому – δεν μπορείς να δεις κάποιον (είναι απρόσιτος). -
11 подъезд
-а α.1. άφιξη, φτάσιμο (με μεταφορικό μέσο).2. αμαξόδρομος (που οδηγεί σε πρόσβαση)•подъезд к мосту ο αμαζόδρομος που οδηγεί στη γέφυρα.
3. (ε)ξώστεγο, είσοδος. -
12 поступление
-я ουδ.1. είσοδος•, μπάσιμο• πιάσιμο εργασίας, υπηρεσίας.2. φτάσιμο άφιξη, ερχομός, έλευση.3. то αφιχθέν ποσό. -
13 прибытие
-я ουδ.άφιξη, φτάσιμο, ερχομός• έλευση•прибытие поезда άφιξη του τρένου•
парохода κατάπλους του ατμόπλοιου•
прибытие делегации άφιξη αντιπροσωπείας•
перед -ем πριν την άφιξη•
после -я μετά την άφιξη•
по -ю κατά την άφιξη.
-
14 раз...
раз..., разо..., разъ..., рас...πρόθεμα.I.Χρησιμοποιείται για το σχηματισμό ρημάτων και σημαίνει:1. κομμάτιασμα, χώρισμα σε μέρη;•разбить, разломать, разрубить.
2. αποσύνδεση• ξεχώρισμα: развязать, раздвинуть.3. καταμερισμό: раздать, разложить.4. εξάπλωση της ενέργειας προς διάφορες κατευθύνσεις: разбросать, разбрызгать.5. (με το μόριο -(ся) κίνηση από ένα σημείο προς διάφορες κατευθύνσεις: разбежаться, разлететься.6. επέκταση της ενέργειας σε όλη την επιφάνεια: разлиновать, разрисовать.7. επίτευξη ως αποτέλεσμα δράσης: разбогатеть.8. αντενέργεια• ανάκληση• αναθεώρηση προηγούμενης θέσης, σκέψης, αποτελέσματος: раздумать, разлюбить, размагнитить.9. ένταση της ενέργειας: разобитеть, разукрасить.10. (με το μόριο -(ся) βαθμιαία αύξηση του αρχινημένου και φτάσιμο σε ανώτατο βαθμό: разбаловаться, разыграться.II.Χρησιμοποιείται για το σχηματισμόεπ. κ. ουσ. με σημ. ανώτατου βαθμού, ποιότητας, ιδιότητας κ.τ.τ. развесёлый, разудальный. -
15 у...
1.Χρησιμοποιείται για το σχηματισμό ρημάτων και σημαίνει:1. κατεύθυνση της ενέργειας, κίνησης από κάτι• απομάκρυνση, εξάλειψη, εξαφάνιση: убежать, увести, улететь, ускакать, утечь.2. αφαίρεση μέρους, μείωση ποσότητας από κάτι: урвать, усчь, усчитать, ушить.3. ολοκλήρωση της ενέργειας: α) κάλυψη με την ενέργεια όλο το αντικείμενο• επέκταση της ενέργειας σε όλο το αντικείμενο: убелить, умазаться, устлать, ушить. β) φτάσιμο, κατάληξη της ενέργειας ως το απαιτούμενο αποτέλεσμα, ως την πλήρη ικανοποίηση: убаюкать, уговорить,умучить, упариться, упечься, упиться, γ) ολοκλήρωση της ενέργειας παρά τις αντιδράσεις, με υπερνίκηση δυσκολιών, εμποδίων: улежать, усидеть, уберечь, δ) σταθερότητα, μονιμότητα της ενέργειας: угнездиться, усесться, увлечься.4. τοποθέτηση του όλου μέσα σε κάποια όρια, διαστάσεις: упечатать(ся), уписать(ся), утискать.5. απόκτηση νέας ποιότητας, ως συνέπεια έντονης ενέργειας, προσπαθειών: удорожить, укрепить(ся)• умертвить, усмирить(ся).II.Σχηματίζει ρήματα στιγμιαία (ρ.σ.) σε μερικές περιπτώσεις: ужалить, украсть. -
16 ulaşılma
πλησίασμα, φτάσιμο -
17 varma
άφιξη, έλευση, φτάσιμο
См. также в других словарях:
φτάσιμο το — φτάσιμο, το το να φτάνει (φτάσει) κανείς κάπου (σε μέρος ή σε κατάσταση), άφιξη, ερχομός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φτάσιμο — και φθάσιμο, το, Ν άφιξη, ερχομός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φτασ / φθασ τού αορ. έφτασ α / έ φθασ α τού ρ. φτάνω / φθάνω + κατάλ. ιμο (πρβλ. βράσ ιμο)] … Dictionary of Greek
απόσωσμα — το (Μ ἀπόσωσμα) ό,τι προσθέτει κανείς νεοελλ. 1. η συμπλήρωση, η ολοκλήρωση μιας εργασίας 2. η άκρη ενός πράγματος 3. το τελευταίο παιδί, το στερνογένι 4. ό,τι έχει απομείνει από ποσότητα υγρού, κυρίως κρασιού μσν. φτάσιμο, άφιξη … Dictionary of Greek
φθάσιμο — το, Ν βλ. φτάσιμο … Dictionary of Greek
Χούσερλ, Έντμουντ — (Husserl, Πρόσνιτς, Μοραβία 1859 – Φράιμπουργκ, Μπάντεν 1938). Γερμανός φιλόσοφος. Με τη φαινομενολογία του τοποθετείται στη θεμελιώδη εκείνη τάση της νεότερης σκέψης, που μετά το τέλος του γερμανικού ιδεαλισμού τείνει να επανεξετάσει και να… … Dictionary of Greek
άφιξη — η φτάσιμο, ερχομός: Η άφιξη του αεροπλάνου θα καθυστερήσει λίγο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αποκορύφωση — η το φτάσιμο στο ανώτατο σημείο, στο έπακρο: Η αγανάκτηση του λαού έφτασε στην αποκορύφωσή της με τη συνεχή ανατίμηση των ειδών πρώτης ανάγκης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ερχομός — ο η άφιξη, το φτάσιμο, η προσέλευση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φθάσιμο — το βλ. φτάσιμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)